λειουργώ

λειουργώ
λειουργῶ, -έω (Α) [λειουργός]
1. μέσ. λειουργοῡμαι, -έομαι
γίνομαι με κατεργασία λείος, στιλπνός
2. (κατά τον Φώτ.) καλλωπίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”